- ψιμυθίωση
- [-ις (-εως)] η накладывание румян
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψιμυθίωση — η, Ν [ψιμυθιώ] επάλειψη τού προσώπου με ψιμύθιο, φτειασίδωμα … Dictionary of Greek
ψιμυθίωση — η φκιασίδωμα, επάλειψη της επιδερμίδας του προσώπου με ψιμύθιο, με καλλυντική αλοιφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάψιμο — το (Μ βάψιμο[ν]) το να βάφει κανείς κάτι νεοελλ. 1. ψιμυθίωση, φτιασίδωμα, καλλωπισμός προσώπου 2. σκλήρυνση, στόμωση σιδερένιου αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < έβαψα (αόρ. του βάφω) < βάπτω] … Dictionary of Greek
ζωγραφιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 19 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθώμης. * * * και ζουγραφιά και ζωγραφιά, η (AM ζωγραφία) [ζωγράφος] νεοελλ. 1. εικόνα ζωγραφισμένη με χρώματα, έργο ζωγραφικής, πολύχρωμη εικόνα 2.… … Dictionary of Greek
κατατριβή — η (Α κατατριβή) [κατατρίβω] καταπόνηση, εξάντληση, φθορά δυνάμεων με την πάροδο τού χρόνου αρχ. 1. τοποθέτηση ψιμυθίου στο πρόσωπο, ψιμυθίωση, βάψιμο προσώπου 2. σπατάλη, ασωτεία … Dictionary of Greek
παραφυκισμός — ὁ, Α ο καλλωπισμός τού προσώπου με το ψιμύθιο φύκος*, η ψιμυθίωση, το φκειασίδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φυκίζω (< φῦκος)] … Dictionary of Greek
ψιμυθισμός — ὁ, Α [ψιμυθίζω] η ψιμυθίωση … Dictionary of Greek